обжаловать - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

обжаловать - translation to ρωσικά


обжаловать      
юр.
(en) appeler ( ll ) vi ; se pourvoir contre qch
обжаловать решение, обжаловать приговор - faire appel d'un jugement
faire appel de      
( une décision judiciaire ) обжаловать
faire appel de...      
- обжаловать

Ορισμός

обжаловать
ОБЖ'АЛОВАТЬ, обжалую, обжалуешь, ·совер., что (юр., офиц.). Подать официальную жалобу в высшую инстанцию, протестуя против какого-нибудь решения, постановления; опротестовать. Обжаловать приговор суда.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για обжаловать
1. Теперь мы намерены обжаловать приговор". Вчера осталось неясно, намерена ли прокуратура обжаловать приговор.
2. Адвокаты подсудимых готовятся обжаловать приговор.
3. "Русатоммет" собирается обжаловать решение Мосгорсуда.
4. Адвокаты осужденных собираются обжаловать приговор.
5. Адвокаты подсудимых намерены обжаловать приговор.